αστοίχειωτος

αστοίχειωτος
-η, -ο [στοιχειώνω]
1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο»)
2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστοιχείωτος — η, ο (Α ἀστοιχείωτος, ον) όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης αρχ. αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»] …   Dictionary of Greek

  • αστοιχείωτος — η, ο αυτός που δεν κατέχει τις πρώτες και απλούστερες γνώσεις μιας τέχνης ή μάθησης, ο ακατάρτιστος: Στη Φυσική αυτός είναι αστοίχειωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστοίχειωτος — η, ο αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, δεν κατοικείται από στοιχειά: Ένα πηγάδι μονάχα πίστευαν πως ήταν στοιχειωμένο, τ άλλα τα θεωρούσαν αστοίχειωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστοιχείωτον — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements masc/fem acc sg ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοιχειώτους — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοιχείωτα — ἀστοιχείωτος ignorant of the first elements neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”